Rating:
Νεαρός Σκηνοθέτης γνωρίζει τυχαία τη γυναίκα της ζωής του όταν αναγκάζεται να βγάλει τη Μοναξιά του βόλτα. Το ίδιο βράδυ ο σκύλος του πέφτει θύμα τροχαίου και το σπίτι του θύμα διαρρηκτών οι οποίοι και το κάνουν μύλος, αλλά η ζωή του μοιάζει να πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο. Τί θα γινόταν όμως αν…
Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης στην πρώτη του ταινία καταπιάνεται με το μοναδικό ερώτημα που όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο έχουν κάποια στιγμή(στιγμές) θέσει στον εαυτό τους, αυτό το παραπονεμένο «Τί θα γινόταν άραγε αν», κατασκευάζοντας ένα απρόσμενα σφιχτό κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Βασισμένο στην ιδέα που πρωτοείδαμε στον κινηματογράφο το 1998 στο «Sliding Doors«, ο δημιουργός τοποθετεί την ιστορία του, στην Ελλάδα της μετάβασης από την ψευδοαφθονία στην κρίση, και ταξιδεύει μαζί του τον θεατή, σε μία τριετία αναταράξεων που θέλοντας και μη έχουμε όλοι ζήσει, καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να τον ταυτίσει, σε σημεία, με τους πρωταγωνιστές του. Η απλότητα άλλωστε της ιστορίας (αγόρι με τρισχαριτωμένο σκύλο, συναντάει σε τροχαίο με Nτεσεβό τη γυναίκα τη ζωής του η οποία βγαίνει από το καρούλι που οδηγάει λες και πάει σε casting για κορίτσι του James Bond, την ερωτεύεται αστραπιαία, τον ερωτεύεται και αυτή μετά από κάνα δίμηνο, ζουν την αγάπη τους σε μία μεζονέτα στην Πλάκα με θέα την Ακρόπολη και κάποια στιγμή την κερατώνει) είναι αναμφισβήτητα στα θετικά της ταινίας μιάς και ο Παπακαλιάτης δείχνει πως δεν έχει πρόβλημα να αυτοσαρκάζεται, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο στο ακέραιο τον μύθο που τον θέλει να σκηνοθετεί ταινίες και σειρές βασισμένες σε καθημερινές ιστορίες Άρλεκιν ή ακόμα και σε αντιγραφές (όπως το ατύχημα από το «One Day«), για τις οποίες κρατάει πάντα για τον εαυτό του τον πρωταγωνιστικό ρόλο του άντρα που ερωτεύονται όλες οι γυναίκες. Δεν έχει κόμπλεξ με την εικόνα του στο κοινό, και αυτό βγαίνει σε κάθε πλάνο της ταινίας. Σκηνοθετεί υπέροχες εικόνες που πρώτα απ όλα φαίνεται πως αρέσουν στον ίδιο, με μία παιδική σχεδόν αφέλεια, αλλά η ουσία είναι μία. Η ταινία καταφέρνει το σκοπό της και σου κρατάει (με τις όποιες της παιδικές ασθένειες) αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος της.
Όλοι θα μιλήσουν για το μοντάζ, για τη μουσική επιμέλεια, για τα πανέμορφα παιδάκια και σκυλάκια, και τις μαγευτικές εικόνες της Πλάκας με τις λατέρνες να πηγαινοέρχονται, μιάς Πλάκας που ακόμα και τώρα στην Αθήνα των τόσων προβλημάτων διατηρεί ακόμα ακέραια την ομορφιά της εγώ όμως θα μείνω σε ένα σημείο. Σ’ αυτό του διδύμου των δεύτερων πρωταγωνιστών, του Γιώργου Κωνσταντίνου και της Μάρως Κοντού aka στον Αντωνάκη και την Ελενίτσα του «Η δε Γυνή να Φοβείται τον Άντρα». Ομολογώ ότι στο trailer είχα κάπως τρομάξει με την τοποθέτησή τους στους ρόλους που τους έκαναν αθάνατους στον Ελληνικό κινηματογράφο θεωρώντας κάπως ακραίο και προφανώς επικίνδυνο το στοίχημα που ανέλαβε ο Παπακαλιάτης για τον τρόπο με τον οποίο θα προσπαθούσε να τους παρουσιάσεί στη μεγάλη οθόνη. Παρόλα αυτά, το δίδυμο λειτουργεί Μαγικά. Με την αγνότητα της διαχρονικής αγάπης που θριαμβεύει πάνω σε όλα τα προβλήματα της ζωής, ο Γιώργος Κωνσταντίνου δίνει έναν ώριμο Αντωνάκη, ο οποίος μέσα στη γκρίνια του, στιγμή δε σταμάτησε να αγαπάει την Ελενίτσα του, τη Μάρω Κοντού, η οποία εν μία νυκτί μου έγινε αστραπιαία απίστευτα συμπαθής, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους που την έχω δει ποτέ στον κινηματογράφο. Μποέμ, αστεία, χαλαρή, πανέμορφη, λαμπερη και συνειδητοποιημένη γιαγιά, με δύο λέξεις «Η Ελενίτσα του Παπακαλιάτη».
ΣΤΙΓΜΗ ΟΣΚΑΡ: Το έργο ανήκει αναμφισβήτητα στην Ελενίτσα και στη Μοναξιά. Ειδικά στη σκηνή που το σκυλί πεθαίνει (Spoiler το ξέρω, αλλά για να φτάσεις μέχρι εδώ, αυτό σε πείραξε!) είμαι σίγουρος ότι έκανε η Zewasoft το μεγαλύτερο τζίρο της για το 2012! Ξεχωρίζουν ακόμα το σφιχτοδεμένο μοντάζ, η μουσική επιμέλεια, ο τρόπος που πλέχτηκαν οι δύο ιστορίες και ΦΥΣΙΚΑ το απρόσμενο διπλό Happy End της Ταινίας. #HZohSynexizetai
ΣΤΙΓΜΗ ΧΡΥΣΟΥ ΒΑΤΟΜΟΥΡΟΥ: Ναι, το παραδέχομαι, μπήκα στο σινεμά με τη διάθεση να τρολλάρω τα κοριτσάκια που κατά δεκάδες είχαν κυριεύσει κάθε πιθανή θέση μπροστά και πίσω μου, και αν και το ξεκίνημα ήταν σχεδόν στα μέτρα μου, κατέληξα λίγο πριν το τέλος, με έναν «σαν» βούρκωμα στα μάτια (όχι, δεν πρόκειται να το παραδεχτώ ποτέ ότι δάκρυσα, που να χτυπιέστε στα πατώματα…). Άντε να βάλω στα αρνητικά της ταινίας το μονόλογο της πρωταγωνίστριας εκεί που έχασε τη δουλειά της (και που θέλει να δουλέψει, και που ξέρεις πόσο άσχημο είναι να θέλεις να κάνεις αυτό που σου αρέσει και να μη μπορείς λόγω κρίσης, κτλ). Οκ. Εκείνο ήταν κάπως ψιλοεμετούλης.
ATAKA ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΜΕΙΝΕΙ: –Και αν δε γυρνούσα Ελενίτσα μου? -Τι εννοείς Αντωνάκη μου? -Αν κάποια στιγμή που είχα φύγει, δε γυρνούσα τελικά. Τί θα έκανες? -ΘΑ ΠΕΘΑΙΝΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΟΥ! (το λέω και βουρκώνω μαλάκαμου, βάζω να δω Avengers!)
ΔΕΙΤΕ ΤΗ: Δε γνωρίζω «Τί θα γίνει ΑΝ…» δεν την δείτε, εγώ όμως που την είδα, μου άρεσε! Οπότε, ΝΑΙ, να τη δείτε.